αντιστάθμισμα

αντιστάθμισμα
το, -ατος
το ισοδύναμο βάρος, η ανταμοιβή: Το αντιστάθμισμα για όσα έκαμε στους συντοπίτες του ήταν διαβολές και κατατρεγμοί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντιστάθμισμα — το 1. το αντίρροπο βάρος που χρησιμοποιείται για επίτευξη ισορροπίας 2. ό,τι δίνεται για να αναπληρώσει άλλη παροχή, δαπάνη ή ζημιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντισταθμίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφ. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… …   Dictionary of Greek

  • αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • αναντίκρυστος — η –ο αυτός που δεν έχει αντίκρυσμα, αντιστάθμισμα σε χρυσό ή άλλη ανταλλακτική αξία, που δεν καλύπτεται από ανάλογη χρηματική κατάθεση ή εγγύηση …   Dictionary of Greek

  • αντίβαρο — το 1. κάθε βάρος που τοποθετείται σ έναν μηχανισμό εκτός ισορροπίας για να τον επαναφέρει σε κατάσταση στατικής ισορροπίας 2.το αντιστάθμισμα, αντισήκωμα …   Dictionary of Greek

  • αντίρροπος — η, ο (Α ἀντίρροπος, ον) [αντιρρέπω] νεοελλ. αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, προς την αντίθετη κατεύθυνση αρχ. 1. αυτός που ενεργεί ως αντιστάθμισμα, που διατηρεί την ισορροπία σε κάτι 2. εξίσου βαρύς με κάποιον 3. ισοδύναμος… …   Dictionary of Greek

  • αντίσταθμος — ἀντίσταθμος, ον (Α) 1. ίσου βάρους με κάτι, ισοβαρής, ισοζυγής 2. αυτός που προσφέρεται ως αντιστάθμισμα ή για εξιλασμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”